- χάριζε
- χαρίζωsaypres imperat act 2nd sgχαρίζωsayimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άδωνις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νέος με παροιμιώδη ομορφιά, που μπήκε στη μυθολογία, την ποίηση και τη θρησκεία των αρχαίων από την Εγγύς Ανατολή, ίσως από την Κύπρο όπου κυρίως τοποθετούνται οι περιπέτειές του. Στον κόσμο των Σημιτών o μύθος και η λατρεία … Dictionary of Greek
Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… … Dictionary of Greek
Κυλλήνιος — Προσωνυμία του Ερμή, η οποία αναφέρεται και στον Όμηρο. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο Ερμής αποκλήθηκε έτσι επειδή γεννήθηκε στο όρος Κυλλήνη της Αρκαδίας ή επειδή η τροφός του ονομαζόταν Κυλλήνη. Μία άλλη εκδοχή παραδίδει ότι ο Ερμής ονομάστηκε έτσι… … Dictionary of Greek
Σωρίτις — ίτιδος και Σωρεῑτις, είτιδος, ἡ, Α προσωνυμία τής Δήμητρος, που χάριζε σωρούς από σιτηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωρός + κατάλ. ῖτις (πρβλ. Μαχαν ῖτις)] … Dictionary of Greek
αδελφάτο — Κατά την τουρκοκρατία, έτσι ονομαζόταν η παραχώρηση από μια μονή μιας ετήσιας επιχορήγησης σε τρόφιμα (σιτάρι, λάδι, κρασί, τυρί και όσπρια) σε όποιον της κατέβαλε εφάπαξ ένα ποσό ή της χάριζε ένα κτήμα. Σήμερα, α. ονομάζεται η επιτροπή… … Dictionary of Greek
χαρέμι — Τουρκική λέξη, που δηλώνει τον μωαμεθανικό γυναικωνίτη, τον ιδιαίτερο δηλαδή τόπο διαμονής των γυναικών και, συνεκδοχικά, το σύνολο των συζύγων ενός μουσουλμάνου. Η συνήθεια του περιορισμού των γυναικών μέσα σε χωριστό διαμέρισμα, από όπου… … Dictionary of Greek
Αδιδί — (16ος αι.).Οθωμανός ποιητής. Γεννήθηκε στο Καρατσίκ, κοντά στην Αδριανούπολη. Ασκούσε το επάγγελμα του σιδηρουργού. Την ποίησή του εκτιμούσαν ιδιαίτερα πολλά σημαντικά πρόσωπα της εποχής του. Ο Α. δεν δέχτηκε ποτέ να εκμεταλλευτεί την εύνοια των… … Dictionary of Greek
Αργυρόπουλος, Βασίλης — (Πάρος 1894 – Αθήνα 1953).Ηθοποιός του θεάτρου. Το 1910 ήταν ηθοποιός του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη και αμέσως μετά του θιάσου της Κυβέλης όπου έμεινε μέχρι το 1914, οπότε στρατεύτηκε. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο βρέθηκε στο Γκέρλιτς, όπου… … Dictionary of Greek
ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek